- συμψηφολογώ
- -έω, Α1. κατασκευάζω ψηφιδωτό πάνω σε μια επιφάνεια2. παθ. συμψηφολογοῡμαι, -έομαι(για επιφάνεια) διακοσμούμαι με ψηφιδωτό.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ψηφολογῶ «καλύπτω με ψηφίδες, κατασκευάζω ψηφιδωτό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek